- Αγγλοσάξονες
- Φυλή αποτελούμενη από τους Άγγλους, τους Σάξονες και τους Γιούτους. Προερχόμενοι από τη βόρεια Γερμανία, εγκαταστάθηκαν με συνεχείς μεταναστεύσεις τον 5o και 6o αι. μ.Χ. στη Βρετανία και έδωσαν τη σφραγίδα τους στην αγγλική γλώσσα και φιλολογία και στην ιστορική περίοδο που προηγήθηκε της νορμανδικής κατάκτησης (1066). Οι Σάξονες, που προέρχονταν από τη μεταξύ Έλβα και Ρήνου περιοχή, εγκαταστάθηκαν Ν του Τάμεση και ίδρυσαν τα βασίλεια του Έσεξ, του Γουέσεξ και του Σάσεξ· οι Άγγλοι, που φαίνεται ότι προέρχονταν από τη μεταξύ Έλβα και Γιουτλάνδης ζώνη, αποίκισαν το Νορθάμπερλαντ, την ανατολική Αγγλία και τη Μέρσια (κεντρική Αγγλία). Τέλος, οι Γιούτοι, προερχόμενοι από τη Γιουτλάνδη, εγκαταστάθηκαν στο Κεντ και στο νησί Γουάιτ. Τα βασίλεια αυτά έμειναν ανεξάρτητα έως το τέλος του 7ου αι. οπότε το Νορθάμπερλαντ απέκτησε για ένα διάστημα, επί Ετελφρίδου και προπάντων επί του Όσου, υπεροχή σε βάρος των άλλων. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με τον εκχριστιανισμό των Α., που υπήρξε έργο των ιεραποστόλων του Αυγουστίνου του Καντέρμπερι. H ισχύς του Νορθάμπερλαντ κατέρρευσε το 685, οπότε o βασιλιάς Εγφρίδος, αφού είχε εξασθενίσει τις δυνάμεις του βασιλείου του στους συνεχείς αγώνες με τη Σκοτία, νικήθηκε από τους Δανούς. H υπεροχή πέρασε τότε στη Μέρσια και έπειτα στο Γουέσεξ, του οποίου ο βασιλιάς Εγβέρτος κατέκτησε το 823 το Κεντ και το 827 αναγνωρίστηκε κύριος του Νορθάμπερλαντ. Οι διάδοχοί του όμως αναγκάστηκαν να αγωνιστούν εναντίον των Δανών που το 878 είχαν γίνει κύριοι του μισού νησιού. Από τον 10o αι. οι δύο λαοί έζησαν μαζί υφιστάμενοι αμοιβαία επίδραση. Στην περίοδο αυτή ανάγεται το Αγγλοσαξονικό Χρονικό, γραμμένο σε λαϊκή γλώσσα, που, αναφέροντας τα γεγονότα oλόκληρης της χώρας με ενιαίο τρόπο αντιμετώπισής τους, δείχνει πόσο μακρινές είναι οι ρίζες της αγγλικής πολιτικής και εθνικής συνείδησης. Στα χρόνια του Εδουάρδου του Εξομολογητή γίνεται συνεχώς πιο επίμονη η νορμανδική πίεση επί της Βρετανίας, ώσπου το 1066, μετά τον θάνατο του Εδουάρδου, ο Γουλιέλμος της Νορμανδίας, ο επιλεγόμενος Κατακτητής, κατέκτησε τη χώρα.
Η ιδέα περί μοναρχίας, που εμφανίστηκε από τα πρώτα χρόνια στους Α., συνδυάζεται αρχικά με την ιδέα του folcriht ή λαϊκού δικαίου. Την κοινωνία αποτελούσαν οι οικογένειες των ελεύθερων· ο αρχηγός της οικογένειας είχε κάθε δικαίωμα και απόλυτη εξουσία πάνω στα μέλη της οικογένειάς του, τους δούλους και τους φιλοξενούμενούς του· ο γάμος βασιζόταν στην αγορά της γυναίκας. Οι οικογένειες ζούσαν σε χωριά από καλύβες, με τα προϊόντα της γης, έχοντας όμως μόνο την επικαρπία της· μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη τα κτήματα περιέρχονταν στους κληρονόμους τους, σύμφωνα με τη σειρά διαδοχής που όριζε το folcriht.Ωστόσο πολύ γρήγορα η εξουσία του βασιλιά υπερίσχυσε της λαϊκής εξουσίας και ακόμα και η συνέλευση των σοφών, που έργο της ήταν να εκλέγει και να καθαιρεί τον βασιλιά, έχασε οποιαδήποτε πραγματική εξουσία. Η απόλυτη εξουσία της γης παραχωρήθηκε έπειτα στην εκκλησία και σε λαϊκούς. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τη βάση της μελλοντικής φεουδαρχικής κοινωνίας. Όπως και οι άλλοι γερμανικοί λαοί, οι Άγγλοι είχαν το δικαίωμα να ασκούν την προσωπική εκδίκηση, που αργότερα την αντικατέστησε το guidrigildo,το οποίο έδινε τη δυνατότητα να πληρωθεί αποζημίωση αντί εκδίκησης· αργότερα ωστόσο η επιβολή ποινής έπαψε να είναι ζήτημα ιδιωτικού δικαίου και αποτέλεσε έργο του βασιλιά.
Οι A., που η θρησκεία τους ήταν φυσιολατρική και πολυθεϊστική, λάτρευαν τους θεούς Τίνορ, Οντίν, Τιβ και Φριγκ,και ιδιαίτερα το Πεπρωμένο,προσωποποιημένο στον αδυσώπητο και σκυθρωπό Ουίρντ.Η θρησκεία αυτή είχε ήδη χάσει κάθε περιεχόμενο, όταν o χριστιανισμός και η κελτοϊρλανδική θρησκεία άρχισαν να ασκούν την επίδρασή τους στους Α.
Φολκλορική αναβίωση της αγγλοσαξονικής παράδοσης στο Γουόρικ της Αγγλίας.
Dictionary of Greek. 2013.